ἄνεμος

ἄνεμος
ἄνεμος, ου, ὁ (Hom.+)
a blowing atmospheric phenomenon, wind Rv 7:1; playing among the reeds Mt 11:7; Lk 7:24; scattering chaff B 11:7 (Ps 1:4); desired by the sailor IPol 2:3, or not ἐναντίος ἄ. a contrary wind Mt 14:24; Mk 6:48. ὁ ἄ. ἰσχυρό the storm Mt 14:30; cp. 32; Mk 4:39, 41; 6:51. ἄ. μέγας a strong wind J 6:18; Rv 6:13. ἄ. τυφωνικός a violent, hurricane-like wind Ac 27:14, cp. 15. For this, λαῖλαψ ἀνέμου a storm-wind Mk 4:37; Lk 8:23, cp. Mk 4:41; Lk 8:24 (on the stilling of the storm POxy 1383, 1 [III A.D.] κελεύειν ἀνέμοις.—WFiedler, Antik. Wetterzauber ’31, esp. 17–23).—Pl. without the art. (Jos., Bell. 4, 286) Js 3:4. οἱ ἄ. (Jos., Bell. 4, 299; also thought of as personified, cp. IDefixWünsch 4, 6 τὸν θεὸν τῶν ἀνέμων καὶ πνευμάτων Λαιλαμ) Mt 7:25, 27; 8:26f (the par. Mk 4:39 has the sg.); Lk 8:25; Jd 12. ἄ. ἐναντίοι contrary winds Ac 27:4. οἱ τέσσαρες ἄ. τῆς γῆς Rv 7:1 (cp. Zech 6:5; Jer 25:16; Da 7:2; En 18:2 τοὺς τέσσαρας ἀ. τὴν γῆν βαστάζοντας; on the angels of the winds cp. PGM 15, 14; 16, and on control of the winds Diod S 20, 101, 3 Aeolus as κύριος τῶν ἀνέμων; Ps.-Apollod., Epit. 7, 10 Zeus has appointed Aeolus as ἐπιμελητὴς τῶν ἀνέμων, καὶ παύειν καὶ προί̈εσθαι; Ael. Aristid. 45, 29 K.; IAndrosIsis, Kyme 39; POxy 1383, 9 ἀπέκλειε τὰ πνεύματα).
οἱ τέσσαρες ἄνεμοι can also be the four directions, or cardinal points (Sb 6152, 20 [93 B.C.]; CPR 115, 6; PFlor 50, 104 ἐκ τῶν τεσς. ἀ.; Ezk 37:9 v.l.; Zech 2:10; 1 Ch 9:24; Jos., Bell. 6, 301, Ant. 8, 80; PGM 3, 496; 4, 1606f) Mt 24:31; Mk 13:27; D 10:5. ἀνέμων σταθμοί stations or quarters of the wind 1 Cl 20:10 (Job 28:25; s. Lghtf. and Knopf ad loc.).
a tendency or trend that causes one to move from a view or belief, wind fig. ext. of 1 (cp. 4 Macc 15:32), περιφερόμενοι παντὶ ἀ. τ. διδασκαλίας driven about by any and every didactic breeze Eph 4:14.—B. 64.—DELG. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄνεμος — wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο 1. ρεύμα αέρα που δημιουργείται από διάφορες ατμοσφαιρικές μεταβολές: Σ όλο το ταξίδι μας είχαμε τον άνεμο αντίθετο. 2. άσκοπη ασχολία, χωρίς αποτέλεσμα: Κάνει δουλειές τ ανέμου. 3. αντί της λέξης «διάβολος»: Άσ τον να πάει στον άνεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Πόθεν ὁ ἄνεμος πνεῖ. — См. Куда ветер подует …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… …   Dictionary of Greek

  • σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… …   Dictionary of Greek

  • ἀνέμω — ἄνεμος wind masc nom/voc/acc dual ἄνεμος wind masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱νέμω , ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνεμόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀνεμόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥνεμος — ἄνεμος , ἄνεμος wind masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμοιν — ἄνεμος wind masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέμοιο — ἄνεμος wind masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”